Ο Δήμος Θεσσαλιώτιδας, είναι ένας από τους 23 δήμους του νομού Φθιώτιδας και κατέχει το βόρειο τμήμα του νομού. Συνορεύει δυτικά και βορειοανατολικά με νομούς της Περιφέρειας Θεσσαλίας ( Δήμο Ταμασίου Ν. Καρδίτσας και Δήμο Φαρσάλων Ν. Λάρισας ). Νότια συνορεύει με το Δήμο Ξυνιάδας ( Ν. Φθιώτιδας ) και ανατολικά με τον Δήμο Δομοκού ( Ν. Φθιώτιδας ).

Έχει έκταση 155.004 τχλμ. και καλύπτει το 3,49% περίπου του Ν. Φθιώτιδας.

Το γεωγραφικό ανάγλυφο του Δήμου Θεσσαλιώτιδας χαρακτηρίζεται πεδινό-ημιορεινό, ήπιο ανάγλυφο ( χωρίς έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις με υψόμετρο 184 μ. ).

Οι οικισμοί του δήμου ομαδοποιούνται σε δύο βασικές ενότητες :

  1. οι πεδινοί – ημιορεινοί οικισμοί στους οποίους περιλαμβάνεται η κωμόπολη του Δήμου ( Νέο Μοναστήρι ) και οι γειτνιάζοντες άμεσα με αυτή ( Βαρδαλή, Αγραπιδιά, Σοφιάδα, Πετρίλια ). Οι δύο πρώτοι βρίσκονται δυτικά της ΠΕΟ Λαμίας – Λάρισας.
  2. οι ημιορεινοί οικισμοί που αναπτύσσονται στις υπώρειες του όρους ¨Ορθρυς¨ σε υψόμετρο από 200 έως 240 μ. που είναι χωροθετημένοι πάνω στον Επαρχιακό άξονα που συνδέει την ΠΕΟ με το Λεοντάρι Καρδίτσας ( Θαυμακός, Βελεσιώτες, Εκκάρα, Γαβράκια ), με πολύ καλή θέα προς τον Θεσσαλικό κάμπο. Στην ενότητα αυτή εντάσσεται και ο σχετικά ορεινός οικισμός Άνω Αγόριανη, που αποτελεί οικισμό του Δ.Δ. Εκκάρας και βρίσκεται στις πλαγιές της ¨Ορθρυς¨, στο νοτιότερο τμήμα του Δήμου και σε υψόμετρο 600μ.Ο τελευταίος θεωρείται το μπαλκόνι της¨Ορθρυς¨ με πανοραμική θέα στην Θεσσαλία (από Μετέωρα μέχρι Όλυμπο και Πήλιο).

Με εξαίρεση το Ν. Μοναστήρι ( ως ένα βαθμό) που έχει χαρακτηριστικά ημιαστικού-αγροτικού οικιστικού κέντρου, η κύρια απασχόληση των κατοίκων σε όλους τους οικισμούς του Δήμου είναι αγροτική, με το 79% περίπου του ενεργού πληθυσμού να ασχολείται με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Πολύ μικρό ποσοστό, 21% μοιράζεται στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα

Ως έδρα του Δήμου το Ν. Μοναστήρι, συγκεντρώνει το σύνολο των διοικητικών εξυπηρετήσεων σε επιπέδου Δήμου και τις σημαντικότερες κοινωνικές εξυπηρετήσεις. Η Εκκάρα αποτελεί τον δεύτερο δυναμικό οικισμό του Δήμου, όπου εμφανίζεται σημαντική συγκέντρωση κεντρικών λειτουργιών ( ως παλιό Κεφαλοχώρι ). Οι λοιποί οικισμοί αποτελούν οικιστικές ενότητες με υποτυπώδεις εξυπηρετήσεις και λειτουργούν σε εξάρτηση από το κέντρο του Δήμου και σε στενή σχέση με τους Δήμους Λαμίας, Καρδίτσας, Δομοκού και Ξυνιαδάς, για την κάλυψη αναγκών διοίκησης, εκπαίδευσης, εμπορίου και αναψυχής. Επίσης κανένας οικισμός του Δήμου δε λειτουργεί ως Κέντρο ευρύτερης περιοχής.

ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ

Αρχαιολογικά κατάλοιπα και ευρήματα απαντούν στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου μας, που αναδεικνύουν την ιστορία του και προβάλλουν τη φυσική ομορφιά του, αποτελώντας πόλο έλξης για μελετητές και επισκέπτες.

Πιο αναλυτικά στο Νέο Μοναστήρι είναι προσβάσιμο και επισκέψιμο το Γυναικόκαστρο-Αρχαία Ακρόπολη Πρόερνας, που παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον.

Η Πρόερνα των ιστορικών χρόνων οικοδομήθηκε επάνω στα ερείπια παλαιοτέρων οικισμών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στο γήλοφο «Ταψί». Το προελληνικό όνομα της πόλης προδίδει την αδιάσπαστη συνέχεια της κατοίκησης της θέσης από την εποχή του Χαλκού, γεγονός που σταδιακά επιβεβαιώνεται και από την αρχαιολογική έρευνα.

Αρχαιολογικά στοιχεία

Μέχρι στιγμής, οι πρωϊμότερες ενδείξεις κατοίκησης χρονολογούνται στο τέλος της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (3.300-2.100 π.χ.). Ωστόσο, τα περισσότερα στοιχεία, οικοδομικά κατάλοιπα αλλά και τάφοι, προέρχονται από την Ύστερη εποχή του Χαλκού ή Μυκηναϊκή περίοδο (1.550-1.050 π.χ.). Στο τέλος της Πρωτογεωμετρικής περιόδου (τέλος 10ου-αρχές 9ου αι. π.Χ.) χρονολογείται μικρός θολωτός τάφος, που βρέθηκε στη νότια κλιτή του γήλοφου. Οι επόμενοι οικισμοί τοποθετούνται στην Ύστερη Γεωμετρική (750-700 π.Χ.) και την Πρώιμη Αρχαϊκή περίοδο (7ος αι. π.Χ.). Πιθανώς από τον 9ο έως και τουλάχιστον τον 7ο αι. π.Χ. κατασκευαστήκαν στη θέση και ορισμένα μονόχρωμα αψιδωτά κτίσματα.

Τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν για την ακμή της Πρόερνα κυρίως κατά τον 4ο και τμήμα του 3ου αι. π.Χ. Εντούτοις, η αποκάλυψη, σε βραχώδεις ύψωμα στα νοτιοανατολικά της αρχαίας πόλης, τμήματος του ιερού της Δήμητρος Προερνίας αποδεικνύει ότι η πόλη των ιστορικών χρόνων άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους. Στο ιερό αυτό η παλαιότερη από τις δύο οικοδομικές φάσεις χρονολογείται στο τέλος του 6ου ή στην αρχή του 5ου αι. ενώ η δεύτερη στον 4ο αι. π. Χ.

Η Πρόερνα τειχίστηκε εκ νέου κατά το τέλος του 4ου ή την αρχή του 3ου π.Χ. Η νεότερη αυτή οχύρωση, γνωστή σήμερα ως «Γυναικόκαστρο», ιδρύθηκε σε βραχώδη απόληξη του Ναρθακίου όρους στα ΒΑ του σύγχρονου οικισμού του Νέου Μοναστηρίου. Μετά από την ίδρυση της σημαντικό μέρος της δραστηριότητας της πόλης θα πρέπει να μεταφέρθηκε εντός των τειχών. Η κατασκευή της οχύρωσης αυτής, η έκδοση νομίσματος στη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. και η συνέχιση της λειτουργίας του ιερού της Δήμητρος ως Θεσμοφορίου έως και τον πρώιμο 2ο αι. π.Χ. τουλάχιστον, όπως τεκμηριώνει αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε στο ιερό, αποδεικνύουν ότι η ζωή στην πόλη συνεχίστηκε καθ’ όλη την διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων. Από την ανασκαφική έρευνα προκύπτει ότι η θέση εξακολούθησε να κατοικείται για ένα διάστημα και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αλλά σταδιακά ο οικισμός συρρικνώθηκε και εγκαταλείφθηκε.

Επίσης, στην ίδια περιοχή έχουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως προαναφέρθηκε, το «Ιερόν της Δήμητρος» (4ος π.Χ.), ο πρωτογεωμετρικός θολωτός τάφος, ο γήλοφος Ταψί (προϊστορικός συνοικισμός της Χαλκοκερτίας), καθώς και το αρχαιολογικό περίπτερο με ευρήματα των ανασκαφών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα τμήμα της Ακρόπολης Πρόερνας, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανάδειξής της από το Υπουργείο Πολιτισμού και την αρμόδια Εφορία Προϊστορικών και κλασικών Αρχαιοτήτων, έχει παραδοθεί προς χρήση στους επισκέπτες και τους κατοίκους της περιοχής, ενώ παράλληλα έχει ξεκινήσει η προσπάθεια διαμόρφωσης και παράδοσης στο κοινό περισσοτέρων επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων της Φθιώτιδας.

 

Το πρόγραμμα ανάδειξης και ανάπλασης, το οποίο επικεντρώθηκε στο νότιο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου, περιλάμβανε αποψιλώσεις, καθαρισμούς και αποχωματώσεις για την πλήρη αποκάλυψη του τείχους, των πυλών και των πύργων του, στερεώσεις λίθων σε τμήματα που κινδύνευαν με κατάρρευση, κατασκευή περιπτέρου εισόδου, διαμόρφωση διαδρόμων περιήγησης και χώρων στάσης και θέασης, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων, πλήρη τοπογραφική, σχεδιαστική και φωτογραφική τεκμηρίωση και ηλεκτροφωτισμό. Επίσης με τη συμβολή του Δήμου Θεσσαλιώτιδας, βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο και δημιουργήθηκε χώρος στάθμευσης. Με τον τρόπο αυτό ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να περιηγηθεί σε ένα μεγάλο τμήμα της ακρόπολης, να γνωρίσει της αρχές της αρχαίας οχυρωματικής, τα επιμέρους στοιχεία του αμυντικού έργου καθώς επίσης το ρόλο του και την ιστορία του, στο πλαίσιο της ιστορικής διαδρομής και της μνημειακής τοπογραφίας της αρχαίας Πρόερνας.

Εκτός από τους αρχαιολογικούς χώρους στην ευρύτερη περιοχή του Νέου Μοναστηρίου, στην Εκκάρα αξίζει να επισκεφτεί κανείς την Ακρόπολη των αρχαίων Εκκαραίων – «Κάστρο», τον αρχαίο βραχώδη τάφο «Σαρμανίτσα» και να δει από κοντά το νόμισμα της αρχαίας Εκκάρας με τη θεά Άρτεμη (4οςπ.Χ.). Ένας άλλος σημαντικός πολιτιστικός πόλος αναφοράς είναι ο διατηρητέος και πρόσφατα αποκαταστημένος νερόμυλος, που αποτελεί προβιομηχανικό μνημείο της νεότερης ιστορίας του τόπου της Εκκάρας. Βρίσκεται σε κομβική θέση, στην δυτική είσοδο του οικισμού και στην θέση τομής του ρέματος «Μάζι» με τον Επαρχιακό άξονα προς Γαβράκια και την αφετηρία του άλλου οδικού άξονα προς Άνω Αγόριανη. Η ιαματική πηγή «λουτρά» με υποτυπώδεις εγκαταστάσεις ντούζ και ημιδιαμορφωμένο κοινόχρηστο χώρο 800μ2, περίπου, βρίσκεται, νότια και δυτικά του οικισμού.

Η Βυζαντινή εποχή αντιπροσωπεύεται χαρακτηριστικά στο Δημοτικό Διαμέρισμα Θαυμακού από την τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική του 6ου μ.χ αι., που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στη θέση «Παλαιοκλησιές» με πλούσιο ψηφιδωτό διάκοσμο. Φημισμένα επίσης είναι τα φρούρια των αρχαίων Δολόπων στην περιοχή του Θαυμακού.

Στον οικισμό Άνω Αγόριανη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής που έχει χτιστεί, σε σχήμα Βασιλικής, την άνοιξη του 1869 επί Τουρκοκρατίας ενώ σώζεται κάστρο κτισμένο σε απότομους βράχους, στους οποίους διακρίνονται λαξευτοί τάφοι.

Τέλος, στην περιοχή του Δήμου Θεσσαλιώτιδας υπάρχει μεγάλη γευστική ποικιλία σε παραδοσιακά φαγητά, η αξία και η μοναδικότητά των οποίων επιβεβαιώνεται από κάθε επισκέπτη της περιοχής. Αξίζει ακόμη, να σημειωθεί ότι μεταξύ των Δημοτικών Διαμερισμάτων, Εκκάρας και Γαβρακίων, του Δήμου Θεσσαλιώτιδας αναβρύζουν σε τέσσερα σημεία υδροθειούχες πηγές, οι οποίες ενδείκνυται για υδροθεραπεία. Ήδη ο Δήμος Θεσσαλιώτιδας, έχει κάνει σχετική επιστημονική έρευνα και μελέτη στην περιοχή, με στόχο στο άμεσο μέλλον να αποτελέσει κέντρο ιαματικού τουρισμού με έμφαση στο συνδυασμό θεραπείας και αναψυχής.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Oι πολιτιστικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή του Δήμου αφορούν κυρίως παραδοσιακά πανηγύρια που πραγματοποιούνται στο σύνολο σχεδόν των Διαμερισμάτων κατά την ημέρα εορτασμού του Πολιούχου κάθε Δ.Δ.

Ειδικότερα, στο Νέο Μοναστήρι, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού προέρχεται από την Ανατολική Ρωμυλία, τηρούνται τα παραδοσιακά έθιμα Ντιβιτζήδες και Καμήλες και το Κουρμπάνι, που γιορτάζονται την Πρωτοχρονιά και την Ανάληψη του Κυρίου αντίστοιχα.

Αναβίωση εθίμων :

Το Κουρμπάνι είναι παραδοσιακή εκδήλωση η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 5 Ιουνίου την ημέρα της Αναλήψεως στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Κουρμπάνι σημαίνει Θυσία και σύμφωνα με τη παράδοση το έθιμο διατηρείται από την Ανατολική Ρωμυλία, όπου εκεί γινόταν πάνω στο καλέ μπαίρ στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Θυσιαζόταν ένα ελάφι και μετά γινόταν αγώνες πάλης. Κάποια χρονιά όμως δεν κατάφεραν να πιάσουν το ελάφι ( που εμφανιζόταν πάντα θεόσταλτο σύμφωνα με τη παράδοση ) και από τότε θυσίαζαν αντί για ελάφι…Μοσχάρι! Το έθιμο συνεχίστηκε με τον ερχομό των προσφύγων στην Ελλάδα μέχρι το μεγάλο σεισμό του 1954 όπου και διακόπηκε για να ξανά ξεκινήσει το 1990. Μέχρι το 1998 τελούνταν στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου όπου και γινόταν με προσφορές ζώων από τους κατοίκους. Το 1998 το έθιμο μεταφέρθηκε, ως το 2006, στην κεντρική πλατεία και πήρε μάλιστα ως έθιμο μεγάλες διαστάσεις αφού οι μερίδες που ετοιμάζονταν πλησίαζαν τις 3.000. Από το 2007 τελείται και πάλι στο χώρο της Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, με άφθονο δωρεάν φαγητό ( πλιγούρι με κρέας ) μαγειρεμένο μέσα σε μεγάλα καζάνια, κρασί και χορό με τοπικά παραδοσιακά τραγούδια.

Αξιόλογο είναι και το παραδοσιακό έθιμο της Πρωτοχρονιάς με τους Ντιβιτζήδες (καμηλιέρηδες) και τις Καμήλες. Το έθιμο παραπέμπει στην αρχαιότητα που μεταμφιεσμένοι οι άνθρωποι γιόρταζαν και τιμούσαν τον Θεό Διόνυσο με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας τα έθιμα διαμορφώθηκαν ανάλογα για να μπορέσουν να διατηρηθούν. Οι ντιβιτζίδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί. Είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί),στολισμένο με καθρεφτάκια ( για τον ξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες, και στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και τα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται οι ντιβιτζήδες. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ»(ξύλινο ρόπαλο) με το οποίο χτυπούνε χάμω εκβιάζοντας κατά κάποιο τρόπο τη γονιμότητα της γης. Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι»(υφαντό από τραγίσιο μαλλί με ένα μακρόστενο λαιμό από προβιά όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια(τούτσα). Ο θόρυβος των κουδουνιών καθώς η καμήλα κουνιέται συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη. Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μην γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής(παίζει φλογέρα) συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες(χορωδίες) από σπίτι σε σπίτι. Οι νοικοκυραίοι αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματά τους κερνούν όλους και δίνουν κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά αμέσως μετά την λειτουργία στην εκκλησία, οι ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί ανοίγουν τον χώρο στη πλατεία του χωριού, όπου συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι χορεύοντας κυρίως ζωναράδικο και συγκαθιστό.

 

Comments are closed.

Close Search Window