Το Νεό Μοναστήρι είναι η νεότερη κοινότητα της επαρχίας Δομοκού, από τον οποίο απέχει 16 χιλιόμετρα. Βρίσκεται μέσα στο θεσσαλικό κάμπο, ανατολικά της Καρδίτσας στα όρια των νομών Φθιώτιδας, Λάρισας και Καρδίτσας. Είναι ο τελευταίος οικισμός του Νομού Φθιώτιδας προς τη Λάρισα. Συγκοινωνιακά είναι το κομβικό σημείο, στο σημείο που ενώνεται ο Εθνικός δρόμος Καλαμπάκας – Τρικάλων – Καρδίτσας με τον παλιό Εθνικό δρόμο Θεσσαλονίκης – Αθήνας. Η περιοχή αυτή παλιά ανήκε στο τσιφλίκι του Μαραθέα. Το 1998 με τον “Καποδιστριακό Νόμο” αποτέλεσε την έδρα του Δήμου Θεσσαλιώτιδος, ο οποίος με την εφαρμογή του Νόμου 3852/2010 ” Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης” καταργήθηκε και συγχωνεύθηκε στο νεό Καλλικρατικό Δήμο Δομοκού.
Το 90% των κατοίκων προέρχονται από το Μεγάλο Μοναστήρι της επαρχίας Καβακλίου του Νομού Φιλιππούπολης της ιστορικής Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο γεωγραφικός όρος Ρωμυλία, ο οποίος είχε εγκαταλειφθεί μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1864 τίθεται ξανά σε χρήση ως Ανατολική Ρωμυλία με τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Περιλαμβάνονται πλέον το Βόρειο τμήμα της Θράκης καθώς και το κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Σύμφωνα με τον Οθωμανικό νόμο (10-26 Απριλίου 1879) η Ανατολική Ρωμυλία θεωρήθηκε αυτόνομη επαρχία κάτω από τη διοίκηση του Σουλτάνου, με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη. Το 1885 όμως, μετά την ανακήρυξη της Βουλγαρίας ως ανεξάρτητου κράτους η Ανατολική Ρωμυλία μετατρέπεται από αυτόνομη σε Βουλγαρική Επαρχία. Η άνιση μεταχείριση των Ελληνικών πληθυσμών με σκοπό τον εκβουλγαρισμό τους, έγινε καθημερινό φαινόμενο. Έτσι το 1891 η Ελληνική γλώσσα τίθεται ουσιαστικά υπό διωγμό. Τα ελληνικά σχολεία κλέινουν μεταξύ 1891-1893 και γίνονται κατασχέσεις των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών εκκλησιών και μοναστηριών. Οι νίκες των Ελλήνων 1904-1905 στη Μακεδονία εντείνουν το πρόβλημα. Οι περιουσίες κατάσχονται ενώ ο εκβουλγαρισμός συνεχίζεται όλο και πιο έντονος. Το 1906 αρχίζει η κάθοδος των κατοίκων της Ανατολικής Ρωμυλίας προς την Ελλάδα. Μετά τη Συνθήκη του Νεϊγή το 1919 έχουμε την εθελοντική ανταλλαγή Ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών. Έτσι η κάθοδος γίνεται μαζική μεταξύ των ετών 1923-1928. Ο πληθυσμός των χωριών της Ανατολικης Ρωμυλίας και ιδιαίτερα της επαρχίας Καβακλί, που περιλαμβάνει τα χωριά Καρυές, Μικρό και Μεγάλο Μοναστήρι, Μπογιακλί, Σινάπλι κ.α. φθάνει στον Ελλαδικό χώρο ιδρύοντας χωριά όπως το Νέο Καβακλί (Κομοτηνή), τα Κουφάλια (Γιαννιτσά) το Αιγίνιο, το Κίτρος (Πιερία) και φυσικά το Νέο Μοναστήρι στην επαρχία Δομοκού. Πρώτα το ονόμασαν “Μαλαμιδοχώρι”προς τιμή του βουλευτή της Φθιώτιδας Ευστάθιου Μαλαμίδα, που το ίδρυσε. Επικράτησε όμως το Νέο Μοναστήρι. Τα άλλα δύο ονόματα, Τσόμπα και Μπικλερέρ είναι τούρκικα. Αυτά ήταν συνοικισμοί της κοινότητας Τσουφλάρ και αργότερα Σοφιάδας. Στην απογραφή του 1896 φέρεται με την ονομασία “Συτενή” ή ” Νέα Τσόμπα” με πληθυσμό 77 κατοίκους, οι οποίοι αργότερα έφυγαν προς τα μεγαλύτερα χωριά. Το 1955 με τους σεισμούς, το χωριό μετοίκισε στο σταυροδρόμι της Εθνικής Οδού προς Λάρισα και Καλαμπάκα κοντά στο ιστορικό ” Γυναικόκαστρο”.
Το Παλιοχώρι, όπως αποκαλούν οι Νεομοναστηριώτες το χωριό τους, που πρωτοεγκαταστάθηκαν από το 1925 μέχρι το 1955, καταστράφηκε ολόκληρο από τους καταστρεπτικούς σεισμούς της 30ης Απριλίου 1954 (σήμερα μόνο οι πέτρες των εγκαταλελειμμένων σπιτιών τους και η νεόδμητος εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μαρτυρούν ότι διέμειναν άνθρωποι κάποτε εκεί) και μεταφέρθηκε στη Προέρνα – Γυναικόκαστρο όπου βρίσκεται σήμερα. Ο πληθυσμός του αποτελείτε κατά 80% από ντόπιους Νεομοναστηριώτες και 20% από Βλάχους και Σαρακατσαναίους.
Οι κατοικοί του προσπαθούν να διατηρούν και να ενισχύουν τα ήθη, τα έθιμα και τα τραγούδια τους με τους παραδοσιακούς χορούς τους. Στην προσπάθειά τους αυτή, συμβάλλει σημαντικά με την πολιτιστική του δράση τόσο ο Επιμορφωτικός Σύλλογος Νέου Μοναστηρίου ” Η Ανατολική Ρωμυλία” όσο και ο Σύλλογος Γυναικών της περιοχής.